- ἀποσχίζονται
- ἀποσχίζωsplitpres ind mp 3rd plἀποσχίζωsplitpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
μεσοβρογχικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών δύο βρόγχων 1. φρ. «μεσοβρογχικός σύνδεσμος» ανατ. στερεός ινώδης σύνδεσμος στο κάτω άκρο τής τραχείας, ο οποίος συγκρατεί τους δύο μεγάλους βρόγχους εκεί όπου αποσχίζονται από την τραχεία … Dictionary of Greek
παρασχίδα — η / παρασχίς, ίδος, ΝΑ συν. στον πληθ. οι (αί) παρασχίδες 1. μικρά κομμάτια ξύλου που αποσχίζονται ή αποκόβονται από μεγαλύτερο κομμάτι, κν. σχίζες, πελεκούδια 2. μτφ. τα δίστιχα αρχ. (για κάταγμα) μικρό θραύσμα που αποσπάστηκε από οστό ή μόλις… … Dictionary of Greek
στεφανιαία αγγεία — (Ανατ.). Λέγονται έτσι ορισμένες φλέβες και αρτηρίες των οποίων η διάταξη μοιάζει με στεφάνι. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό μιας ημικυκλικής εγκάρσιας ραφής του κρανίου, με την οποία συναρμόζεται το μετωπιαίο οστό με τα δυο… … Dictionary of Greek